- κατέσθω
- κατέσθω (Α)μεταπλασμένος ποιητ. τ. και μτγντ. τού κατεσθίω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατέσθετε — κατέσθω pres imperat act 2nd pl (epic) κατέσθω pres ind act 2nd pl (epic) κατέσθω imperf ind act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσθῃ — κατέσθω pres subj mp 2nd sg (epic) κατέσθω pres ind mp 2nd sg (epic) κατέσθω pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσθόντων — κατέσθω pres part act masc/neut gen pl (epic) κατέσθω pres imperat act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσθοντι — κατέσθω pres part act masc/neut dat sg (epic) κατέσθω pres ind act 3rd pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσθειν — κατέσθω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσθεσθαι — κατέσθω pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσθεται — κατέσθω pres ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέσθουσα — κατέσθω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… … Dictionary of Greek
κατέσθων — καθίημι let fall aor imperat mid 3rd pl (ionic) κατέσθω pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)